- τάγισμα
- το, Νβλ. τάισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάγισμα — το βλ. τάισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
τάισμα — και τάγισμα, το, Ν [ταΐζω / ταγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταΐζω … Dictionary of Greek
τάισμα — τάισμα, το και τάγισμα, το 1. παροχή τροφής, τροφοδοσία: Τέλειωσα το τάισμα της αγελάδας. 2. δωροδοκία: Θέλει τάισμα για να σου δώσει δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)